- γλυκούτσικος
- -η, -οεπίρρ. -α1. ο υπόγλυκος, αυτός που έχει σχετικά γλυκιά γεύση: Ο καφές είναι γλυκούτσικος.2. μτφ., ο συμπαθητικός, ο σχετικά ήπιος, ο πράος: Τι γλυκούτσικο μωράκι!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.